της Αγγελικής Φατούρου,
μέλους της εκλογικής συνεργασία ΚΚΕ(μ-λ) Μ-Λ ΚΚΕ
Καθηγήτρια στο 1ο Εσπερινό ΕΠΑΛ Περιστερίου
Την 9η Μαϊου, ημέρα της αντιφασιστικής νίκης των λαών στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, νίκη στην οποία τεράστια συμβολή είχε ο ελληνικός λαός [από την εποποιία της Εθνικής Αντίστασης και του ΕΑΜ, μέχρι το φόρο αίματος στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τις μαζικές εκτελέσεις και τις σφαγές ολόκληρων πόλεων και χωριών από τους ναζί στο όνομα της «συλλογικής ευθύνης» - Καλάβρυτα, Δίστομο, Κάνδανος, Κομμένο, Χορτιάτης, Δοξάτο κλπ], ελάχιστοι ασχολήθηκαν με αυτήν [δηλαδή την επέτειο της αντιφασιστικής νίκης], είτε γιατί θέλουν να την ξεχάσουν, είτε υπό το κράτος της απειλής εξάπλωσης νεοναζιστικών-φασιστικών αντιλήψεων στην ελληνική κοινωνία, με τη σαρωτική άνοδο των ποσοστών της Χρυσής Αυγής και την είσοδό της στη Βουλή στις εκλογές της 6ης Μάη. Και αυτό όχι μόνον –και κυρίως- γιατί αποτελεί βαρύτατη προσβολή στην ιστορία, τους αγώνες και τις θυσίες του ελληνικού λαού, αλλά γιατί πιθανόν προοιωνίζεται κινδύνους εκφασισμού, θυμίζοντας περιόδους Μεσοπολέμου και Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Δεν αναφέρομαι, βεβαίως, σε όλες εκείνες τις υποκριτικές φωνές, αστικών κομμάτων – ΜΜΕ – συνήθων αρθρογραφούντων στυλοβατών του συστήματος, που «ανακάλυψαν» δήθεν ξαφνικά το πρόβλημα, ενώ στην πραγματικότητα έχουν συμβάλλει καθοριστικά στη διόγκωσή του [είτε με τον ακραίο αντικομμουνισμό τους και την απόκρυψη ότι τον Χίτλερ στήριξε πρωτίστως η μεγαλοαστική τάξη και το γερμανικό κεφάλαιο – ανεξάρτητα αν η πλαισίωσή του συμπεριέλαβε μεσοαστικά και εργατικά στρώματα, είτε με τη θεωρία των «κοκκινόμαυρων άκρων», είτε με τη σπεκουλαδόρικη πολιτική τους στο μεταναστευτικό κλπ], αλλά σε κάθε καλοπροαίρετο δημοκρατικό και αριστερό πολίτη που διερωτάται για τις αιτίες εξάπλωσης του φαινομένου.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, να δούμε τις πρόδηλες «πηγές» τους. Αν μέχρι πρότινος κάποιοι απέδιδαν το πρόβλημα στο Μεταναστευτικό και στη δραματική υποβάθμιση της ζωής –για έλληνες και μετανάστες- σε πολλές περιοχές του κέντρου της Αθήνας ή περιοχών της Δυτικής Αθήνας και Αττικής, θα έχουν βεβαίως εκπλαγεί με το γεγονός ότι η παρακρατική αυτή συμμορία παίρνει τεράστια ποσοστά ψήφων σε ΟΛΗ τη χώρα, ακόμη και σε περιοχές παραδοσιακά δημοκρατικές και αριστερές, ή σε περιοχές που δεν έχουν μετανάστες, ακόμη και σε περιοχές που έχουν πληρώσει φοβερό φόρο αίματος στην πρόσφατη ιστορία μας, όπως το Δίστομο και τα Καλάβρυτα.
Αν όμως συνυπολογίσουμε τη δραματική πληβειοποίηση μεγάλων τμημάτων νεολαίας και μικροαστών τα 2 τελευταία χρόνια [σαν αποτέλεσμα της βάρβαρης επέλασης των μνημονιακών πολιτικών αστικών κυβερνήσεων - ΕΕ -ΔΝΤ], αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι οι ψηφοφόροι της είναι κυρίως άντρες 18-34 ετών, αν «διαβάσουμε» την ταξική διαστρωμάτωση της Β’ Αθήνας και Β’ Πειραιά όπου παίρνει και διψήφια ποσοστά, αν θυμηθούμε ότι η αριστερά έχει ελάχιστους έως μηδενικούς δεσμούς –προσωπικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς– με αυτά τα κοινωνικά τμήματα, η εικόνα αρχίζει σιγά-σιγά να ξεθολώνει.
Επειδή τυχαίνει, σαν εκπαιδευτικός δημόσιου εσπερινού ΕΠΑΛ της Δυτικής Αθήνας, να συναντώ εδώ και πολύ καιρό μπροστά μου το πρόβλημα, αντιλαμβάνομαι –όχι μόνο λόγω του θεωρητικού μου υπόβαθρου, αλλά και εντελώς πρακτικά– ότι τόσο οι αιτίες όσο και οι απαντήσεις-λύσεις δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντες, γιατί το φαινόμενο είναι πολυπαραγοντικό. Συνοπτικά οι παράγοντες είναι: απότομη εξαθλίωση – πληβειοποίηση, καμιά προηγούμενη σχέση με την πολιτική, την αριστερά και το εργατικό κίνημα [συμμετοχή σε σωματείο, απεργία, διαδήλωση κλπ], χαμηλό μορφωτικό – εκπαιδευτικό επίπεδο [ανεξάρτητα από τη γνώμη που έχει για τον εαυτό του, πχ μπορεί να θεωρεί, καταναλώνοντας τα σκουπίδια του διαδικτύου, ότι είναι «ενημερωμένος» ή και ότι ξέρει πολλά], ανασφάλεια-απελπισία που αδυνατεί να μετατραπεί σε αγωνιστική διάθεση [και επενδύεται σε μούντζα-ανάθεση στους «μπράβους» της Χρυσής Αυγής να «καθαρίσουν» για τον ίδιο που αισθάνεται ανήμπορος να το κάνει], αντίληψη για την πολιτική σαν κάτι γενικά «κακό» που επομένως μπορεί να αντιμετωπιστεί με ένα άλλο «αντισυστημικό κακό» [κάτι σαν πόλεμος συμμοριών, επίσημων και ανεπίσημων] κλπ.
Εδώ αξίζει να αναλογιστούν τις ευθύνες τους, όσοι αυτοαποκαλούμενοι αριστεροί ανέχθηκαν, αν δεν ταυτίστηκαν, με τα ακραία μηδενιστικά φαινόμενα που εκδηλώθηκαν το καλοκαίρι του 2011. «Να φύγουν όλοι, οι 300 στην κρεμάλα, έξω τα κόμματα και τα συνδικάτα, όλοι ίδιοι και πουλημένοι» κλπ. Ιδιαίτερα στην επίδραση που αυτά είχαν σε έναν απαίδευτο κόσμο, που αποκτούσε για πρώτη φορά σχέση με την πολιτική και τα κινήματα.
Βεβαίως, 35 χρόνια με κυρίαρχα τα αστικά ιδεολογήματα [λατρεία της ΕΕ, ατομισμός - απονέκρωση κάθε έννοιας συλλογικότητας και αλληλεγγύης, προφητείες για το τέλος της ιστορίας, των ιδεολογιών και των μεγάλων αφηγήσεων, ολυμπιακοί αγώνες, λατρεία ενός χυδαίου καταναλωτισμού κλπ] και με συνεχή πτώση [ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια των συνεχών αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση] του μορφωτικού φορτίου που απομένει σ’ έναν 15χρονο ή 18χρονο -κυρίως σε αυτούς που δεν συνεχίζουν στα ΑΕΙ- αλλά και με μια αριστερά που είχε πάψει προ πολλού να είναι νύχι-κρέας με τους λαϊκούς ανθρώπους, τους φτωχούς και κατατρεγμένους, σε εποχή παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και διεύρυνσης της εξαθλίωσης, τέτοια φαινόμενα θα έπρεπε να αναμένονται, ίσως όμως εκπλήσσει η έκτασή τους, στο βαθμό που η αστική τάξη δεν έχει αποφασίσει ούτε εδώ ούτε πουθενά στην Ευρώπη [χωρίς αυτό και να αποκλείεται στο μέλλον] να επενδύσει κυριαρχικά σε τέτοιες πολιτικές μορφές ανοιχτού φασισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι μέχρι σήμερα οι ακροδεξιές συμμορίες δεν δρούσαν, είτε σαν ανοιχτά παρακρατικές προβοκατόρικες ομάδες, είτε σαν μαφιόζοι που είχαν την ανοχή της αστυνομίας [και έτσι θα συνεχίσουν, εντείνοντας τη δράση τους όσο το λαϊκό κίνημα θα αναπτύσσεται]. Γενικά, όσο η ταξική πάλη οξύνεται είναι φυσικό –και έτσι συνέβη σε κάθε αντίστοιχη ιστορική περίοδο- τα πράγματα σε κάθε κοινωνία να πολώνονται. Πάντα υπάρχουν οι αγωνιζόμενοι και οι πουλημένοι. Απέναντι στη βία και την τρομοκρατία του φασισμού στο δεύτερο πόλεμο υπήρξαν σ’ όλη την Ευρώπη και εδώ στην Ελλάδα εκείνοι που συμβιβάστηκαν ή συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, συμμετέχοντας σε κυβερνήσεις κουίσλινγκς [Τσολάκογλου] και σε τάγματα δοσίλογων. Στην Παλαιστίνη, εκτός από τους αντάρτες και τις ένοπλες οργανώσεις που παλεύουν για την απελευθέρωση, υπάρχουν και δεκάδες χιλιάδες χαφιέδες των ισραηλινών κλπ. Ιστορικά αποδεικνύεται ότι όσο πιο δυνατό ήταν το κομμουνιστικό κίνημα, τόσο λιγότεροι οι χαφιέδες, οι κουκουλοφόροι καταδότες, και το ανάποδο.
Όσο η αριστερά και οι κομμουνιστές θα αδυνατούν να πλησιάσουν έμπρακτα αυτές τις κατηγορίες του λαού και να τις πείσουν, δίνοντας πραγματικές λύσεις στα προβλήματά τους, τόσο αυτοί που θα δραπετεύουν προς τον εχθρό, νομίζοντας μάλιστα ότι στρέφονται και κατά του πολιτικού συστήματος, θα αυξάνονται. Όπως θα ήταν λάθος οι 450.000 έλληνες ψηφοφόροι του ναζιστικού μορφώματος να καταταγούν σε καμιά μόνιμη τέτοια κατηγορία, έτσι θα ήταν και λάθος να υποτιμηθεί η μόνιμη σχέση που έχουν αρχίσει να αποκτούν αρκετοί από αυτούς με ρατσιστικές - φασίζουσες αντιλήψεις.
Το σίγουρο είναι ότι η απάντηση στους προσωρινούς –θέλω να ελπίζω– ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής δεν μπορεί παρά να είναι πρωτίστως πολιτική [και όχι «στρατιωτική», όπως βλακωδώς κατά καιρούς διάφοροι με ευκολία προτείνουν], μορφωτική και διαφωτιστική, μέσα στο κίνημα και στους χώρους δουλειάς, στις γειτονιές, στα σχολεία και τις σχολές, συνδεδεμένη με την πάλη για τα οικονομικά και πολιτικά δικαιώματα του λαού, στον ευρύτερο αγώνα για το σπάσιμο της κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας πλουτοκρατίας.
Υ.Σ. Ειδικά σ’ εμάς τους εκπαιδευτικούς πέφτει ένα μεγαλύτερο καθήκον όσον αφορά στο διαφωτισμό, την ενημέρωση και την παιδευτική λειτουργία σχετικά με το συγκεκριμένο πρόβλημα. Απ’ ότι μπορώ να γνωρίζω το φαινόμενο είναι διαδεδομένο στους μαθητές των Λυκείων [και όχι μόνον των ΕΠΑΛ], ακόμη και των Γυμνασίων, και μάλιστα όχι μόνο στις υποβαθμισμένες περιοχές του Λεκανοπεδίου Αττικής. Ας πάρουμε σοβαρές πρωτοβουλίες σύντομα, για να μην αφήσουμε τα παιδιά μας, στην πιο κρίσιμη ηλικία, να γίνουν βορά στα νύχια της ναζιστικής ακροδεξιάς.
[δημοσ. στο Λαϊκό Δρόμο, εφημερίδα του Μ-ΛΚΚΕ, 12/5/2012]