Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Να ανοίξουμε δικούς μας δρόμους (α' μέρος)

 του Β.Σ.
Ξανά λοιπόν μπροστά στην κάλπη. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ελληνικός λαός τα γνωρίζουμε και ακόμη καλύτερα τα γνωρίζει ο ίδιος ο λαός που τα βιώνει καθημερινά.
Το ερώτημα αφορά το τι του ξημερώνει με βάση και τις προτάσεις και τα προγράμματα όσων προβάλλουν ως υποψήφιοι να αναλάβουν την διακυβέρνηση της χώρας αλλά και το πώς αυτά συνδέονται με την γενικότερη κατάσταση διεθνώς και εσωτερικά.
Σε σχέση με τις υποψηφιότητες, προβάλλει η πρόταση της ΝΔ κατ’ αρχάς, από κοντά το ΠΑΣΟΚ και με πιθανό αρωγό την ΔΗΜΑΡ ή όποιον άλλον προκύψει. Οι δυνάμεις αυτές, με όχι ουσιώδεις διαφορές δηλώνουν ότι προτίθενται και μπορούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα, εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου και αναδιαπραγματευόμενες πλευρές των συμφωνιών που έχει συνάψει η χώρα με τους «εταίρους μας».

Ένα πρώτο ζήτημα υπάρχει εδώ σε σχέση με την φύση και τον χαρακτήρα αυτών των δυνάμεων που αποτελούσαν και αποτελούν το πολιτικό προσωπικό με το οποίο το σύστημα προωθούσε την πολιτική του.
Ένα δεύτερο σε σχέση με την αξιοπιστία, την υπόσταση και το έρμα τους μια και ήσαν αυτές (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) που διακυβέρνησαν την χώρα τις τελευταίες δεκαετίες και την οδήγησαν στην κατάσταση που γνωρίζουμε και υφιστάμεθα.
Βεβαίως και μετά το εκλογικό σοκ που υπέστηκαν στις 6 του Μάη δηλώνουν ότι πήραν το μάθημά τους, αλλά πια δεν τους πιστεύουν ούτε εκείνοι που για διάφορους λόγους τελικά θα τους ψηφίσουν. Το πιο ενδιαφέρον ωστόσο στοιχείο αφορά το λεγόμενο ζήτημα της ανα-διαπραγμάτευσης. Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον δίνει σ’ αυτό, το γεγονός ότι με ανάλογο τρόπο αντιμετωπίζεται και από την εμφανιζόμενη ως άλλη πλευρά. Μάλιστα είναι σ’ εκείνη την πλευρά (ΣΥΡΙΖΑ) που δίνονται σ’ αυτό τέτοιες διαστάσεις ώστε να αποτελεί πλέον την βάση της πολιτικής τους.
Αυτό που υποστηρίζεται είναι ότι επέρχονται, συντελούνται ήδη αλλαγές σε Ευρώπη-κόσμο στη βάση των οποίων οι δυνάμεις του συστήματος αναπροσανατολίζονται σε σχέση με την ακολουθούμενη ως τώρα πολιτική. Συνεπώς διαμορφώνονται συνθήκες που δίνουν την δυνατότητα μιας νέας διαπραγμάτευσης ώστε να αναπροσαρμοστούν προς το καλύτερο ή τουλάχιστον προς το λιγότερο επώδυνο οι όροι των συμφωνιών.

Τι -αν- και πόσο «αλλάζει»
Έχουν βάση, πόση και ποια τέτοιες εκτιμήσεις; Έχει βάση το να υποστηρίζεται ότι η νίκη Ολάντ λ.χ. σηματοδοτεί μια τέτοια αναστροφή; Έχουν το βάρος που τους αποδίδεται οι απόψεις διαφόρων αναλυτών, οικονομολόγων κ.λπ. ότι είναι αναγκαία μια τέτοια στροφή; Αποτελούν «ιδιοτροπία» της Μέρκελ οι ακολουθούμενες πολιτικές ή συγκεκριμένες επιλογές του γερμανικού και συνολικά του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου; Συνιστούν στροφή και εκφράσεις μιας άλλης πλέον πολιτικής οι κατά καιρούς δηλώσεις διαφόρων παραγόντων του συστήματος έως και κορυφαίων όπως ο Ομπάμα λ.χ. όταν στην πράξη ακολουθούν την ίδια στην ουσία της πολιτική; Να τα ερμηνεύσουμε αυτά ως εκφράσεις «παραλογισμού» όπως αρέσκονται ορισμένοι ή να τα εντάξουμε στα πλαίσια των αντιφάσεων του συστήματος και του ανταγωνισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις;
Όσο τουλάχιστον μας αφορά έχουμε ξεκαθαρισμένα ορισμένα πράγματα. Η ακολουθούμενη από τις δυνάμεις του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος πολιτική έχει συγκεκριμένες αφετηρίες, χαρακτηριστικά και περιεχόμενο. Χαρακτηριστικά που δεν τα έχει αποκτήσει τα δύο τελευταία χρόνια ούτε με αφορμή την κρίση αλλά εδώ και δεκαετίες. Χαρακτηριστικά και περιεχόμενο που δεν διαμορφώθηκαν επειδή επικράτησαν κάποιες θεωρητικές αντιλήψεις (π.χ. νεοφιλελευθερισμός) αλλά αποτελούσαν εκφράσεις:
Πρώτον της ίδιας της φύσης και του χαρακτήρα του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Δεύτερον, των δεδομένων που διαμόρφωσε η ανατροπή των παγκόσμιων συσχετισμών σε βάρος των λαών και που έδωσε την δυνατότητα στις δυνάμεις του συστήματος να περάσουν σε μια επίθεση ιστορικών διαστάσεων.
Τρίτο και με βάση τα προηγούμενα, στην ανάδειξη, ισχυροποίηση δυνάμεων, τάσεων, ροπών και δυναμικών στα πλαίσια του συστήματος που δεν είναι αναστρέψιμες με βάση τις δικές του «εσωτερικές» λειτουργίες.

Οι δύο άξονες της επίθεσης στους λαούς
Ιδιαίτερη σημασία έχει το να δούμε τους δύο βασικούς άξονες αυτής της επίθεσης, αυτής της στρατηγικής και οι οποίοι διαμορφώθηκαν στη βάση της ήττας του κινήματος. Την επιδίωξη αναδιαμόρφωσης των ταξικών σχέσεων σε κάθε χώρα και συνολικά στον κόσμο σε βάση απόλυτης κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω στην εργατική τάξη. Την εκστρατεία επανακατάκτησης επαναποικιοποίησης του κόσμου από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Σε σχέση με αυτά είναι απλώς αδιανόητο για το κεφάλαιο το να αποδεχτεί την ελάχιστη αποδυνάμωση της θέσης υπεροχής-κυριαρχίας του πάνω στην εργατική τάξη και συνολικά τον κόσμο της δουλειάς.
Στην ίδια λογική κινείται και η κεφαλαιοκρατική αστική τάξη της χώρας μας (όπως και οι αστικές τάξεις όλων των χωρών) που βρήκε την ευκαιρία να περάσει εκείνες τις ανατροπές που δυσκολευόταν το προηγούμενο διάστημα. Αξιοσημείωτο εδώ το ότι -παρόλα τα καμώματα- δεν έχουν και πολύ διαφορετικές διαθέσεις ούτε εκείνες οι μικροαστικές ρεφορμιστικές δυνάμεις που κατά καιρούς «αγανακτούσαν» με την «συντεχνιακή λογική» και τον «εγωιστικό» χαρακτήρα εργατικών διεκδικήσεων.
Αντίστοιχα δεν υπάρχει καμιά ιμπεριαλιστική δύναμη (ευρωπαϊκή ή άλλη) που να αποδέχεται την κατάργηση ή έστω τον περιορισμό των όρων επικυριαρχίας (οικονομικών, πολιτικών, στρατιωτικών) που οι ιμπεριαλιστές ως σύνολο έχουν επιβάλλει στις πιο αδύναμες-εξαρτημένες χώρες.
Όσο για τις αστικές τάξεις αυτών των χωρών ναι μεν θα ‘θελαν ευρύτερα περιθώρια κίνησης για τις ίδιες ωστόσο κατά κανόνα συμμορφώνονται ανταλλάσσοντας τη διατήρηση της θέσης και του ρόλου τους με την αποδοχή της ιμπεριαλιστικής επικυριαρχίας.
Αυτά είναι που καθορίζουν το έδαφος και τα χαρακτηριστικά της μεγάλης αναμέτρησης ανάμεσα στις δυνάμεις του συστήματος από τη μια και την εργατική τάξη και συνολικά του κόσμου της δουλειάς και γενικότερα τους λαούς του κόσμου από την άλλη. Μια αναμέτρηση που θα χαρακτηρίζει τις εξελίξεις για ολάκερη την επόμενη ιστορική περίοδο.
Ταυτόχρονα και πάνω σ’ αυτό το έδαφος αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για την αναδιανομή των αγορών, το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Ένας ανταγωνισμός που παίρνει όλο και οξύτερες μορφές καθώς στα πλαίσια της αναδιάταξης δυνάμεων που συντελείται, το ζήτημα για κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη τίθεται πλέον με όρους ποιος ποιον.

Προβλήματα και αδιέξοδα του συστήματος
Από την άλλη μεριά αποτελεί πραγματικό γεγονός ότι το σύστημα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα που όλο και περισσότερο παίρνουν την μορφή ανακυκλωνόμενων αδιεξόδων. Αδιέξοδα που δεν οφείλονται σε «παραλογισμούς» και «πείσματα» αλλά όπως αναφέρθηκε στην ίδια την φύση και τον χαρακτήρα του. Στις αντινομίες, αντιφάσεις και αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν την ύπαρξη και λειτουργία του. Σε στοιχεία που δεν μπορούν να «διορθωθούν» με βάση κάποιες προτάσεις όσο «λογικές» κι αν ακούγονται.
Ας σταθούμε όσο μπορούμε πιο σύντομα σε δύο βασικά ζητήματα.
Υποστηρίζεται από ορισμένες πλευρές -και «σωστά» από μια άποψη- ότι το παγκόσμιο χρέος στραγγαλίζει την παγκόσμια οικονομία και δεν την αφήνει να αναπνεύσει, να αναπτυχθεί. Παρόλα αυτά όχι μόνο δεν αντιμετωπίζεται το πρόβλημα αλλά με τις πολιτικές που ακολουθούνται μεγεθύνεται. Η εξήγηση δεν βρίσκεται σε τίποτα παράξενες σφαίρες αλλά στην συγκεκριμένη γήινη (καπιταλιστική καλύτερα) πραγματικότητα.
Το πλέγμα σχέσεων πάνω στο οποίο βασίζεται, παράγεται και αναπαράγεται το χρέος, στην ουσία του δεν είναι άλλο από έναν μηχανισμό που διασφαλίζει την ροή αξιών «εκ των κάτω προς τα άνω». Από τους εργαζόμενους στο κεφάλαιο, από τις εξαρτημένες χώρες στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις και ανάμεσά τους στις ισχυρότερες από αυτές.
Συνεπώς δεν έχουν κανένα λόγο (το αντίθετο) να υπονομεύσουν έναν μηχανισμό που τους προσφέρει τόσα και που σε τελευταία ανάλυση αποτελεί συστατικό στοιχείο των βάσεων ύπαρξης και κυριαρχίας του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Το άλλο ζήτημα που έρχεται και ξανάρχεται (ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα) στην επικαιρότητα είναι αυτό της ανάπτυξης. Για το οποίο -επίσης «σωστά»- επισημαίνεται σχεδόν από τους πάντες ότι αποτελεί την απάντηση στα προβλήματα του συστήματος, τα αδιέξοδά του, τον δρόμο διεξόδου από την κρίση. Θα προσθέταμε μάλιστα ότι από οικονομικοτεχνική ας το πούμε έτσι, άποψη, υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για μια τέτοια στροφή. Κεφάλαια σε αφθονία. Επιστημονικό, τεχνολογικό επίπεδο υψηλών προδιαγραφών. Ενέργεια και πρώτες ύλες σε επάρκεια. Εργατοτεχνικό προσωπικό, ολάκερες στρατιές. Ακόμη περισσότερο, όλα αυτά υπό τις παρούσες συνθήκες απαξιώνονται καθημερινά και καταστρέφονται ενόσω δεν χρησιμοποιούνται παραγωγικά. Και εδώ ωστόσο και όλως «παραδόξως» πραγματοποιείται το αντίθετο απ’ ό,τι διακηρύσσεται ως αναγκαίο. Το μεγαλύτερο βάρος, ο κατά πολύ μεγαλύτερος όγκος κεφαλαίων διοχετεύεται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα (με μια έννοια σε κατεύθυνση μεγέθυνσης του …χρέους) και πολύ λιγότερο σε επενδύσεις στην πραγματική οικονομία. Οι λόγοι είναι και πάλι συγκεκριμένοι. Υπό τους δοσμένους όρους και συνθήκες, μια τέτοια στροφή, δηλαδή επενδύσεις τέτοιας κλίμακας σαν αυτές που απαιτούνται σήμερα δεν μπορούν να γίνουν χωρίς διασφάλιση και μάλιστα σε βάθος χρόνου, των όρων απόσβεσης, απόδοσης κερδοφορίας τους. Αυτή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αναδιανομή των αγορών και να πραγματοποιηθεί χωρίς το συνολικότερο ξαναμοίρασμα του κόσμου. Και όλα αυτά δεν μπορούμε να τα αντιμετωπίζουμε παρά μόνο στην συνάρτησή τους με την συντελούμενη αναδιάταξη δυνάμεων. Και αυτό δεν είναι βέβαια ένα απλά οικονομικό αλλά ένα κατ’ εξοχήν πολιτικό ζήτημα.

«Λύσεις» μετάθεσης του προβλήματος
Το ερώτημα συνεπώς δεν βρίσκεται στο αν οι ιθύνοντες του συστήματος βλέπουν τα προβλήματα, τα αδιέξοδα, τους κινδύνους. Ενός κραχ λ.χ. μεγαλύτερου από αυτό του 2008. Το ζήτημα βρίσκεται στο ότι με βάση τον ίδιο τον χαρακτήρα του συστήματος αδυνατούν να τα απαντήσουν αποτελεσματικά και ολοκληρωμένα. Να υπερβούν τους όρους στη βάση των οποίων λειτουργεί και οι οποίοι καθορίζουν το πλαίσιο και τα όρια μέσα στα οποία κινούνται και οι ίδιοι. Έτσι εκ των πραγμάτων καταφεύγουν σε λύσεις και ρυθμίσεις περιορισμένου χαρακτήρα που απαντούν στα πιο άμεσα και οξυμένα προβλήματα. Μια πολιτική «μετάθεσης» στην ουσία των προβλημάτων στον χρόνο και για όσο χρόνο θα είναι σε θέση να τα αντιμετωπίζουν με αυτό τον τρόπο. Αυτό είναι λίγο πολύ το έδαφος πάνω στο οποίο κινούνται αυτές οι υποτιθέμενες νέες τάσεις. Όσο τουλάχιστον μας αφορά, στην εκλογή Ολάντ λ.χ. περισσότερο βλέπουμε την δυσαρέσκεια και τις αντιδράσεις του γαλλικού κεφαλαίου απέναντι στην πρωτοκαθεδρία και τα αντίστοιχα οφέλη του γερμανικού παρά αυτά που θρυλούνται. Από εκεί και πέρα ήδη οι αποφάσεις και τα ανακοινωθέντα του G8 και της πρόσφατης Ευρωπαϊκής Συνόδου δίνουν αρκετά καθαρά το πώς ιεραρχούνται οι κατευθύνσεις τους.
(αύριο το β' μέρος)